«Μεγάλη τιμή και χαρά που σε γνωρίσαμε εδώ σ’ αύτη τη γη Μάριε. Μεγαλύτερη τιμή και ευτυχία να συναντηθούμε και στην άλλη ζωή, την αιώνια».
Μάριος Νάσιος (02/02/1987 – 25/11/2003)
Ο Μάριος Νάσιος γεννήθηκε της Υπαπαντής, (2 Φεβρουαρίου 1987, ημέρα Κυριακή). Σε ηλικία 5 ετών άρχισε να παρουσιάζει δυσκολία κατά την βάδιση, αστάθεια, κουραζόταν εύκολα, και είχε δυσκολία για να ανέβει σκάλες ή να σηκωθεί από κάτω. Σε ηλικία 7 ετών ετέθη η διάγνωση: Μυϊκή δυστροφία τύπου Duchenne. Είναι μια σπάνια αρρώστια κληρονομική, που εμφανίζεται στα αγόρια, έχει εξελικτική πορεία και οι ασθενείς στο τέλος ακινητοποιούνται και, λόγω αδυναμίας των μυών της αναπνοής, παθαίνουν αναπνευστική ανεπάρκεια.
Ο Μάριος πέρασε από αυτά τα στάδια, όμως ήταν ένα παιδί χαρισματικό. Αριστούχος μαθητής μέχρι το Λύκειο που πρόλαβε να πάει (17 χρόνων πέθανε).
Από την ηλικία των 8 ετών ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Με αυτό έκανε παρέλαση, ως σημαιοφόρος, κρατώντας την σημαία, με καμάρι. Είχε πηγαίο χαμόγελο, σοφία κατά Θεόν, το αίσθημα της ευγνωμοσύνης και ήταν όλο μ΄ ένα ευχαριστώ προς τον καθένα: στην μητέρα του που τον φρόντιζε, στους συμμαθητές, στους δασκάλους, στον πνευματικό του πατέρα Γερβάσιο.
Έλεγε: «Είμαι πολύ καλά. Δεν μου λείπει τίποτα. Αισθάνομαι πλήρης. Είμαι μια χαρά έτσι. Νιώθω να αγαπάω όλο τον κόσμο. Για να μή με κάνει καλά ο Θεός, κάτι ξέρει, ίσως έτσι είναι καλύτερα. Ευχαριστώ το Θεό, που μου έδωσε μυαλό και μπορώ να επικοινωνώ με τους ανθρώπους. Πού μπορώ να διαβάζω. Πού μπορώ να καταλάβω τα πάντα. Εάν δεν είχα μυαλό, τί να έκανα τα χέρια; Ο παράλυτος, που έχει το μυαλό του και κάνει υπομονή, είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος του κόσμου… Μαμά ο Θεός μας αγαπάει. Είναι για το καλό της ψυχής μας, και αν δεν μας δίνει την υγεία μας, μας λύνει, όμως, άλλα προβλήματα».
Ο Μάριος πέρασε από αυτά τα στάδια, όμως ήταν ένα παιδί χαρισματικό. Αριστούχος μαθητής μέχρι το Λύκειο που πρόλαβε να πάει (17 χρόνων πέθανε).
Από την ηλικία των 8 ετών ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Με αυτό έκανε παρέλαση, ως σημαιοφόρος, κρατώντας την σημαία, με καμάρι. Είχε πηγαίο χαμόγελο, σοφία κατά Θεόν, το αίσθημα της ευγνωμοσύνης και ήταν όλο μ΄ ένα ευχαριστώ προς τον καθένα: στην μητέρα του που τον φρόντιζε, στους συμμαθητές, στους δασκάλους, στον πνευματικό του πατέρα Γερβάσιο.
Έλεγε: «Είμαι πολύ καλά. Δεν μου λείπει τίποτα. Αισθάνομαι πλήρης. Είμαι μια χαρά έτσι. Νιώθω να αγαπάω όλο τον κόσμο. Για να μή με κάνει καλά ο Θεός, κάτι ξέρει, ίσως έτσι είναι καλύτερα. Ευχαριστώ το Θεό, που μου έδωσε μυαλό και μπορώ να επικοινωνώ με τους ανθρώπους. Πού μπορώ να διαβάζω. Πού μπορώ να καταλάβω τα πάντα. Εάν δεν είχα μυαλό, τί να έκανα τα χέρια; Ο παράλυτος, που έχει το μυαλό του και κάνει υπομονή, είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος του κόσμου… Μαμά ο Θεός μας αγαπάει. Είναι για το καλό της ψυχής μας, και αν δεν μας δίνει την υγεία μας, μας λύνει, όμως, άλλα προβλήματα».